παρανίσχω

παρανίσχω
ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀνίσχω «ανατέλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρανίσχον — παρανίσχω raise in answer pres part act masc voc sg παρανίσχω raise in answer pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανίσχοντα — παρανίσχω raise in answer pres part act neut nom/voc/acc pl παρανίσχω raise in answer pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανίσχοντος — παρανίσχω raise in answer pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανῖσχον — παρανῖ̱σχον , παρανίσχω raise in answer imperf ind act 3rd pl παρανῖ̱σχον , παρανίσχω raise in answer imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”