- παρανίσχω
- ΜΑμσν.ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)αρχ.1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιονβ) μτφ. εξέχω, υπερέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀνίσχω «ανατέλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.